Ἰδαῖος
Look at other dictionaries:
Ἰδαῖος — of Ida masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… … Dictionary of Greek
ιδαίος — α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με το βουνό της Κρήτης Ίδη. 2. «Ιδαίο άντρο», σπήλαιο στην Ίδη, όπου κατά τη μυθολογία έκρυψε η Ρέα το Δία, μόλις αυτός γεννήθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἰδαῖον — Ἰδαῖος of Ida masc acc sg Ἰδαῖος of Ida neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Идей — (Ίδαίος): 1 сын Дардана и Хризы, переселившийся, по поздним преданиям, из Пелопоннеса, через Самофракию во Фригию и поселившийся у подошвы названного по его имени горного хребта (см. Ида). И. же приписывают поздние авторы и введение мистерий… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ἰδαῖα — Ἰδαῖος of Ida neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰδαῖαι — Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰδαῖε — Ἰδαῖος of Ida masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰδαῖοι — Ἰδαῖος of Ida masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰδαῖ' — Ἰδαῖα , Ἰδαῖος of Ida neut nom/voc/acc pl Ἰδαῖε , Ἰδαῖος of Ida masc voc sg Ἰδαῖαι , Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰδαία — Ἰδαί̱ᾱ , Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc/acc dual Ἰδαί̱ᾱ , Ἰδαῖος of Ida fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)